- λασίας
- λασίᾱς , λάσιοςshaggyfem acc plλασίᾱς , λάσιοςshaggyfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ααλένιο ή ααλένιος βαθμίδα — Η ανώτερη βαθμίδα της λάσιας υποδιάπλασης (Lias). H υποδιάπλαση αυτή είναι η αρχαιότερη από τις τρεις υποδιαπλάσεις, στις οποίες υποδιαιρείται η ιουράσιος περίοδος (μεσοζωικός αιώνας), που άρχισε πριν από 195 εκατ. χρόνια και διήρκεσε 60 εκατ.… … Dictionary of Greek